- μαθηματικός
- -ή, -ό, θηλ. ουσ. και η μαθηματικός (AM μαθηματικός, -ή, -όν) [μάθημα]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επιστήμη τών μαθηματικών (α. «μαθηματική σχολή» β. «περὶ τῆς κοινῆς μαθηματικῆς ἐπιστήμης», Πλούτ.)2. το θηλ. ως ουσ. η μαθηματική(ενν. επιστήμη) τα μαθηματικάνεοελλ.(το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο, η μαθηματικόςαυτός που σπούδασε και διδάσκει αυτή την επιστήμηνεοελλ.-μσν.1. (για ομιλία) καλλιεργημένος2. ικανός, έμπειροςμσν.το αρσ. ως ουσ. α) λόγιοςβ) αστρονόμοςμσν.-αρχ.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μάθηση, στη γνώση2. αυτός που αγαπά τη μάθησηαρχ.1. αστρονομικός («oἱ μαθηματικοὶ κανόνες» — οι αστρονομικές διαιρέσεις τού χρόνου, Πλούτ.)2. αστρολογικός3. το αρσ. ως ουσ. ο αστρολόγος4. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ μαθηματικοί(στην Πυθαγόρεια Σχολή) οι προχωρημένοι μαθητές.επίρρ...μαθηματικώς (AM μαθηματικῶς)νεοελλ.από μαθηματική άποψημσν.-αρχ.με προθυμία για μάθηση.
Dictionary of Greek. 2013.